- πληθύνω
- (αόρ. επλήθυνα, παθ. αόρ. επληθύνθην) см. πληθαίνω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πληθυνῶ — πληθύνω increase fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθύνω — πληθύ̱νω , πληθύνω increase aor subj act 1st sg πληθύ̱νω , πληθύνω increase pres subj act 1st sg πληθύ̱νω , πληθύνω increase pres ind act 1st sg πληθύ̱νω , πληθύνω increase aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθύνω — ΝΜΑ 1. πληθαίνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω κάτι ως προς τον αριθμό 2. (αμτβ.) αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (α. «οι στάνες να πληθύνουν» β. «ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα», ΠΔ) 3. μέσ. πληθύνομαι αυξάνομαι (α. «πληθύνονται τα προβλήματα» β.… … Dictionary of Greek
πληθύνω — βλ. πληθαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεπληθυσμένα — πληθύνω increase perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπληθυσμένᾱ , πληθύνω increase perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπληθυσμένᾱ , πληθύνω increase perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλήθυνται — πληθύνω increase perf ind mp 3rd sg πληθύνω increase perf ind mp 3rd pl (epic ionic) πληθύνω increase perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπληθυσμένον — πληθύνω increase perf part mp masc acc sg πληθύνω increase perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπληθυσμένων — πληθύνω increase perf part mp fem gen pl πληθύνω increase perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθυνεῖ — πληθύνω increase fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) πληθύνω increase fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθυνθέντα — πληθύνω increase aor part pass neut nom/voc/acc pl πληθύνω increase aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθυνοῦσι — πληθύνω increase fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) πληθύνω increase fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)